Anonymous

ἄκυρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0087.png Seite 87]] 1) ungültig, ohne Rechtskraft, ἄκυρον ποιεῖν, ungültig machen, Plat. Prot. 356 d; bes. von Beschlüssen, Gesetzen und richterlichen Entscheidungen, oft bei Rednern, [[ψήφισμα]] Andoc. 1, 8; Dem. 23, 93; συνθήκην ἄκυρον ποιεῖν Lys. 18, 15; συγγραφήν Dem. 56, 15; τὸ [[ἀξίωμα]] Xen. An. 5, 9, 28; [[νόμος]], dem [[κύριος]] entgegengesetzt, Aesch. 3, 38; Plat. Legg. IV, 715 d; [[κρίσις]] ἀκυροτέρα, die Entscheidung hat weniger Gewicht, Theaet. 178 d; [[δίκη]] [[ἄκυρος]] καὶ [[ἀτελής]] Legg XII, 954 e; neben [[ἀβέβαιος]] Plut. Sol. 27. – 2) Von Menschen; τινός, kein Recht auf etwas habend, ohne Gewalt über etwas, [[ἄκυρος]] ἔστω τῶν ἑαυτοῦ, er soll nicht frei über sein Eigenttzum verfügen dürfen, Plat. Theaet. 169 e; Legg. XI, 929 e; ἄκυροι πάντων γενήσεσθε Dem. 19, 2; τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖν τῶν προστιμημάτων, den Gerichten die Macht nehmen, Zusatz-Strafen zu verhängen, 24, 2; auch absol., ἄκυρόν τινα ποιεῖν, Einem keine Vollmacht geben, Xen. Hell. 5, 3, 24; τοὺς βέλτιον βουλευσαμένους ἀκύρους καθιστἀναι, ihnen keinen Einfluß gestatten, Lys. 9, 19; mit dem inf., [[ἄκυρος]] καὶ ἀτελὴς σῶσαι, ohne Macht zu retten, Andoc. 4, 9. Beide Bedtgn haben auch Plut. u. Sp. – 3) Von Wörtern: uneigentlich, Cic. Fam. 16, 17; so ἀκύρως, Schol. Il. 24, 614.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0087.png Seite 87]] 1) ungültig, ohne Rechtskraft, ἄκυρον ποιεῖν, ungültig machen, Plat. Prot. 356 d; bes. von Beschlüssen, Gesetzen und richterlichen Entscheidungen, oft bei Rednern, [[ψήφισμα]] Andoc. 1, 8; Dem. 23, 93; συνθήκην ἄκυρον ποιεῖν Lys. 18, 15; συγγραφήν Dem. 56, 15; τὸ [[ἀξίωμα]] Xen. An. 5, 9, 28; [[νόμος]], dem [[κύριος]] entgegengesetzt, Aesch. 3, 38; Plat. Legg. IV, 715 d; [[κρίσις]] ἀκυροτέρα, die Entscheidung hat weniger Gewicht, Theaet. 178 d; [[δίκη]] [[ἄκυρος]] καὶ [[ἀτελής]] Legg XII, 954 e; neben [[ἀβέβαιος]] Plut. Sol. 27. – 2) Von Menschen; τινός, kein Recht auf etwas habend, ohne Gewalt über etwas, [[ἄκυρος]] ἔστω τῶν ἑαυτοῦ, er soll nicht frei über sein Eigenttzum verfügen dürfen, Plat. Theaet. 169 e; Legg. XI, 929 e; ἄκυροι πάντων γενήσεσθε Dem. 19, 2; τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖν τῶν προστιμημάτων, den Gerichten die Macht nehmen, Zusatz-Strafen zu verhängen, 24, 2; auch absol., ἄκυρόν τινα ποιεῖν, Einem keine Vollmacht geben, Xen. Hell. 5, 3, 24; τοὺς βέλτιον βουλευσαμένους ἀκύρους καθιστἀναι, ihnen keinen Einfluß gestatten, Lys. 9, 19; mit dem inf., [[ἄκυρος]] καὶ ἀτελὴς σῶσαι, ohne Macht zu retten, Andoc. 4, 9. Beide Bedtgn haben auch Plut. u. Sp. – 3) Von Wörtern: uneigentlich, Cic. Fam. 16, 17; so ἀκύρως, Schol. Il. 24, 614.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans autorité, sans valeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κῦρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, Πολυδ. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἀκύρως]], Εὐστ. 457. 41, κτλ.
|lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, Πολυδ. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἀκύρως]], Εὐστ. 457. 41, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans autorité, sans valeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κῦρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml