Anonymous

Ἀφροδίτη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ἡ, 1) nom. propr., Aphrodite. – 2) übertr., Liebe, Liebesgenuß, Od. 22, 444; sonst auch ἔργα Ἀφροδίτης; übh. heftige Luft, Begierde, Eur. I. A. 1264; Anmuth, Liebreiz, Eur. Phoen. 402; τοσαύτην ἀφροδίτην ἐπὶ τῇ γλώσσῃ ὁ νεανίσκος ἔχει Luc. Scyth. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ἡ, 1) nom. propr., Aphrodite. – 2) übertr., Liebe, Liebesgenuß, Od. 22, 444; sonst auch ἔργα Ἀφροδίτης; übh. heftige Luft, Begierde, Eur. I. A. 1264; Anmuth, Liebreiz, Eur. Phoen. 402; τοσαύτην ἀφροδίτην ἐπὶ τῇ γλώσσῃ ὁ νεανίσκος ἔχει Luc. Scyth. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>qqf</i> [[Ἁφροδίτη]] <i>en att.</i><br />ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> Aphrodite (<i>lat.</i> Vénus), déesse de l'amour et de la beauté, que les Grecs croyaient née de l'écume des flots ([[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀφροῦ) ; <i>p. suite n. commun</i> :<br /><b>1</b> plaisirs de l'amour;<br /><b>2</b> amour, désir passionné, passion;<br /><b>3</b> jouissance (de l'amitié);<br /><b>4</b> grâce, beauté;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> la planète Vénus;<br /><b>2</b> Aphrodite, <i>n. d'un coup de dés</i>.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀφροδίτη''': [ῑ], ἡ, ([[ἀφρός]]) Λατ. Venus, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς καλλονῆς. Ἡ πρώτη περὶ αὐτῆς [[μνεία]] ὡς γεννηθείσης ἐξ ἀφροῦ (πρβλ. [[ἀφρός]], [[Ἀφρογένεια]]) γίνεται ἐν Ὕμν. Ὁμ. 5, πρβλ. Ἡσ. Θ. 192 κἑξ.· διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν [[Ἀφροδίτη]] ἐκλήθη Πλάτ. Κρατ. 406C. Ἡ [[θυγάτηρ]] τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης· ἐν τῇ Ὀδ. παρίσταται ὡς [[σύζυγος]] τοῦ Ἡφαίστου καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἄρεως. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, σαρκικὸς [[ἔρως]], [[ἡδονή]], [[φιλότης]], ἐπιθυμία, Ὀδ. Χ. 444· ὑπό τινι ψαύειν Ἀφροδίτας Πινδ. Ο. 6. 58· ἔργα Ἀφροδίτης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 1. 9, κτλ.· μὰ τὴν Ἀφρ., νὴ τὴν Ἀφρ., [[τρόπος]] καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες ὡρκίζοντο, Ἀριστοφ. Λυσ. 208, Ἐκκλ. 189, κτλ. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία ἢ [[πόθος]] ὡς τὸ [[ἔρως]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1264· Ἀφρ. τιν’ ἡδεῖαν κακῶν, ἀπόλαυσιν, Εὐρ. Φοίν. 399. 3) ὡς τὸ [[χάρις]], ἑλκυστικὴ [[καλλονή]], [[θέλγητρον]], Λατ. venustas, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· τοιαύτην Ἀφρ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ… ἔχει Λουκ. Σκύθ. 11, πρβλ. Διον. Ἀλ. π. Συνθ. σ. 11. ΙΙΙ. Ἀφροδίτης [[πόλις]], [[ὄνομα]] διαφόρων ἐν Αἰγύπτῳ [[πόλεων]], Στράβων 802, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] Ἀφροδιτοπολίτης [[νομός]], [[ὄνομα]] νομοῦ τινος ἐν τῇ χώρᾳ ἐκείνῃ, ὁ αὐτ. 809. IV. ὁ τᾶς Ἀφροδίτας, ὁ [[πλανήτης]] [[Ἀφροδίτη]], Τίμ. Λοκρ. 97Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 10.
|lstext='''Ἀφροδίτη''': [ῑ], ἡ, ([[ἀφρός]]) Λατ. Venus, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς καλλονῆς. Ἡ πρώτη περὶ αὐτῆς [[μνεία]] ὡς γεννηθείσης ἐξ ἀφροῦ (πρβλ. [[ἀφρός]], [[Ἀφρογένεια]]) γίνεται ἐν Ὕμν. Ὁμ. 5, πρβλ. Ἡσ. Θ. 192 κἑξ.· διὰ τὴν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν [[Ἀφροδίτη]] ἐκλήθη Πλάτ. Κρατ. 406C. Ἡ [[θυγάτηρ]] τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης· ἐν τῇ Ὀδ. παρίσταται ὡς [[σύζυγος]] τοῦ Ἡφαίστου καὶ ἐρωμένη τοῦ Ἄρεως. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, σαρκικὸς [[ἔρως]], [[ἡδονή]], [[φιλότης]], ἐπιθυμία, Ὀδ. Χ. 444· ὑπό τινι ψαύειν Ἀφροδίτας Πινδ. Ο. 6. 58· ἔργα Ἀφροδίτης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 1. 9, κτλ.· μὰ τὴν Ἀφρ., νὴ τὴν Ἀφρ., [[τρόπος]] καθ’ ὃν αἱ γυναῖκες ὡρκίζοντο, Ἀριστοφ. Λυσ. 208, Ἐκκλ. 189, κτλ. 2) πᾶσα σφοδρὰ ἐπιθυμία ἢ [[πόθος]] ὡς τὸ [[ἔρως]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1264· Ἀφρ. τιν’ ἡδεῖαν κακῶν, ἀπόλαυσιν, Εὐρ. Φοίν. 399. 3) ὡς τὸ [[χάρις]], ἑλκυστικὴ [[καλλονή]], [[θέλγητρον]], Λατ. venustas, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· τοιαύτην Ἀφρ. ἐπὶ τῇ γλώττῃ… ἔχει Λουκ. Σκύθ. 11, πρβλ. Διον. Ἀλ. π. Συνθ. σ. 11. ΙΙΙ. Ἀφροδίτης [[πόλις]], [[ὄνομα]] διαφόρων ἐν Αἰγύπτῳ [[πόλεων]], Στράβων 802, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] Ἀφροδιτοπολίτης [[νομός]], [[ὄνομα]] νομοῦ τινος ἐν τῇ χώρᾳ ἐκείνῃ, ὁ αὐτ. 809. IV. ὁ τᾶς Ἀφροδίτας, ὁ [[πλανήτης]] [[Ἀφροδίτη]], Τίμ. Λοκρ. 97Α, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 987Β, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>qqf</i> [[Ἁφροδίτη]] <i>en att.</i><br />ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> Aphrodite (<i>lat.</i> Vénus), déesse de l'amour et de la beauté, que les Grecs croyaient née de l'écume des flots ([[ἐκ]] [[τοῦ]] ἀφροῦ) ; <i>p. suite n. commun</i> :<br /><b>1</b> plaisirs de l'amour;<br /><b>2</b> amour, désir passionné, passion;<br /><b>3</b> jouissance (de l'amitié);<br /><b>4</b> grâce, beauté;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> la planète Vénus;<br /><b>2</b> Aphrodite, <i>n. d'un coup de dés</i>.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth