3,273,820
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b> | |sltr=<b>κεῖμαι</b> ([[κεῖμαι]], κεῖται; κείμενον: impf. κεῖτο.) <br /> <b>a</b> lit., [[lie]] ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, [[θεῶν]] [[πολέμιος]], Τυφὼς (P. 1.15) κεῖτο γὰρ ἐν λόχμᾳ (sc. τὸ [[δέρμα]] λαμπρόν) (P. 4.244) πρυμνοῖς ἀγορᾶς [[ἔπι]] [[δίχα]] κεῖται [[θανών]] (P. 5.93) σάματι, [[πατροπάτωρ]] [[ἔνθα]] οἱ Σπαρτῶν [[ξένος]] κεῖτο (P. 9.83) ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται (sc. [[Νεοπτόλεμος]]) (N. 7.35) νεκρὸν ἵππον στυγέοισι κείμενον ἐν φάει (Wil.: κτάμενον codd.) fr. 203. 2. [[ὄπισθεν]] δὲ [[κεῖμαι]] θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς [[λέων]] fr. 237.<br /> <b>b</b> met., be established, ordained τὰ δ' [[οὐκ]] ἐπ [[ἀνδράσι]] κεῖται. [[δαίμων]] δὲ παρίσχει” (P. 8.76) ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ [[πολίων]] κυβερνάσιες (κεῖνται [[varia lectio|v.l.]], cf. Wackernagel, Sprachl. Untersuch. zu Hom., 97̆{1}) (P. 10.71) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο [[τέλος]] (I. 1.27) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται (Φυλακίδ' ἄγκειται e Σ Maas) (I. 5.18) <br /> <b>c</b> in tmesis. παντὶ δ' ἐπὶ [[φθόνος]] ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς v. [[ἐπίκειμαι]] Παρθ. 1. 8. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ | |mltxt=(ΑΜ κεῖμαι)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[κάπου]], βρίσκομαι [[κάπου]], έχω [[θέση]], [[εδρεύω]], [[απαντώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] ξαπλωμένος στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> [[κατάκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[είμαι]] θαμμένος, βρίσκομαι [[νεκρός]], [[κείτομαι]] («[[ενθάδε]] κείται»)<br /><b>4.</b> (για νόμους) [[ισχύω]], έχω [[κύρος]], έχω τεθεί, έχω οριστεί (α. «οι κείμενοι νόμοι» β. «οι κείμενες διατάξεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήκω]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[άρρωστος]]<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> ταιριάζει, αρμόζει, επιτρέπειται<br /><b>5.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>κείμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />α) θεσμοθετημένος<br />β) [[νόμιμος]] [[δίκαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]], αναπαύομαι<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[αργός]], [[σχολάζω]], [[αδρανώ]]<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ναρκώνομαι<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[κατάκοιτος]] από [[ασθένεια]], [[τραύμα]] κ.λπ.<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[αθλιότητα]]<br /><b>7.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[είμαι]] εγκαταλελειμμένος, παραμελημένος<br /><b>8.</b> (για οικοδομές) [[είμαι]] ερειπωμένος, [[είμαι]] γκρεμισμένος<br /><b>9.</b> (για παλαιστές) έχω νικηθεί από τον αντίπαλο<br /><b>10.</b> [[αρμόζω]], [[είμαι]] [[κατάλληλος]]<br /><b>11.</b> (για [[περιουσία]] ή χρήματα) έχω τεθεί [[κατά]] [[μέρος]], έχω αποθησαυριστεί, έχω κατατεθεί<br /><b>12.</b> (μτφ. για [[πράξη]]) [[καταλογίζομαι]] σε [[βάρος]] κάποιου<br /><b>13.</b> τοποθετούμαι σε κατάλληλη [[θέση]]<br /><b>14.</b> [[πρόκειμαι]], [[είμαι]] ορισμένος, διατεταγμένος<br /><b>15.</b> [[είμαι]] αφιερωμένος σε κάποιο θεό<br /><b>16.</b> ορίζομαι με νόμο, [[είμαι]] [[τεταγμένος]], [[επιβεβλημένος]] με νόμο<br /><b>17.</b> (για φιλοσ. επιχειρήματα) [[ισχύω]], θεωρούμαι ως [[κάτι]] δεδομένο, ομολογημένο, παραδεκτό<br /><b>18.</b> (για ονόματα) δίνομαι<br /><b>19.</b> [[τυχαίνω]] [[συμβαίνω]], [[είμαι]] ενδεχόμενος<br /><b>20.</b> [[εξακολουθώ]] να [[είμαι]]<br /><b>21.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος<br /><b>22.</b> (για πράγματα) εξαρτώμαι από [[κάτι]]<br /><b>23.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για [[ούρα]]) [[αφήνω]] [[ίζημα]]<br />β) καταπραΰνομαι<br /><b>24.</b> χρησιμοποιούμαι<br /><b>25.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τo κείμενον</i><br />το γενικά παραδεκτό<br /><b>26.</b> <b>φρ.</b> α) «κείμενον [[σχῆμα]]»<br /><b>αρχιτ.</b> κατακεκλιμένο [[σχέδιο]]<br />β) «κεῖμαι ὑπό τινων» — θάβομαι από κάποιους<br />γ) «αἱ κείμεναι ὑπό τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι» — οι γνώμες που δίνουν οι υπατικοί<br />δ) «[[κείμενα]] ὀνόματα» — ορισμένοι όροι<br />ε) «θεῶν ἐν γούνασι κεῖταί τι» — εξαρτάται [[κάτι]] από τη [[θέληση]] τών θεών<br />στ) «κεῖσθαι ἔν τινι» ή «ἐπί τινι» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον<br />ζ) «κεῖμαι ἐπί τινι» — [[προστίθεμαι]] ως [[βάρος]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιβαρύνω]], [[επιδεινώνω]]<br />η) (η προστ.) <i>κείσθω</i><br />([[συχνά]] στον <b>Αριστοτ.</b>) [[έστω]], [[έστω]] δεδομένο, δεδόσθω<br /><b>27.</b> (το απαρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κεῖσθαι</i><br /><b>(λογ.)</b> η [[στάση]] ή η [[θέση]] ως [[λογική]] [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kei</i>- «[[κείμαι]], βρίσκομαι» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>sete</i>, αβεστ. <i>sa</i><i>ē</i><i>te</i> «κοιμάται, βρίσκεται», χεττιτ. <i>kite</i>, <i>kittari</i> «κείται», πιθ. γοτθ. <i>haims</i> «[[χωριό]]», λατ. <i>civis</i>, <i>civitas</i> «[[πολίτης]], [[πολιτεία]]». Η [[σύνδεση]] με τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. <i>ke</i>-<i>ke</i>-<i>me</i>-<i>na</i> «μοιρασμένος» ([[πρβλ]]. [[κεάζω]]) [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοι</i>- ( <i>koi</i>-) της ρίζας εμφανίζεται σε [[πολλά]] παράγωγα της λέξης ([[πρβλ]]. [[κοίτος]], [[κοίτη]], [[κοιμάμαι]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κειμήλιον]], [[κοιμώ]], [[κοίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοίτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντίκειμαι]], [[απόκειμαι]], [[διάκειμαι]], [[επίκειμαι]], [[κατάκειμαι]], [[παράκειμαι]], [[πρόκειμαι]], [[πρόσκειμαι]], [[σύγκειμαι]], [[υπέρκειμαι]], [[υπόκειμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφίκειμαι]], [[ανάκειμαι]], <i>αντέγκειμαι</i>, <i>αντεπίκειμαι</i>, <i>αντιδιάκειμαι</i>, [[αντιπαράκειμαι]], [[αποδιάκειμαι]], [[εγκατάκειμαι]], [[έγκειμαι]], [[είσκειμαι]], [[έκκειμαι]], [[εμπρόκειμαι]], [[εναπόκειμαι]], [[ενδιάκειμαι]], [[ενυπόκειμαι]], [[επανάκειμαι]], <i>επέγκειμαι</i>, [[επιδιάκειμαι]], <i>επιπαράκειμαι</i>, <i>επιπρόκειμαι</i>, [[καθυπόκειμαι]], [[κατέγκειμαι]], [[κατεπίκειμαι]], [[μετάκειμαι]], [[παρακατάκειμαι]], [[παρέγκειμαι]], [[περίκειμαι]], [[προανάκειμαι]], [[προαπόκειμαι]], [[προδιάκειμαι]], [[προέγκειμαι]], [[προέκκειμαι]], [[προκατάκειμαι]], [[προπαράκειμαι]], [[προπερίκειμαι]], [[προσανάκειμαι]], [[προσαπόκειμαι]], [[προσέγκειμαι]], [[προσέκκειμαι]], [[προσεπίκειμαι]], [[προσπαράκειμαι]], [[προσπερίκειμαι]], [[προσύγκειμαι]], [[προσυπόκειμαι]], [[προϋπόκειμαι]], [[συγκατάκειμαι]], [[συμπαράκειμαι]], [[συνανάκειμαι]], [[συναπόκειμαι]], [[συνδιάκειμαι]], [[συνέκκειμαι]], [[συνεπίκειμαι]], [[συνυπόκειμαι]], [[υπανάκειμαι]], [[υπέγκειμαι]], [[υπέκκειμαι]], [[υπερανάκειμαι]], [[υπερέκκειμαι]], [[υπερκατάκειμαι]], [[υπερυπόκειμαι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεῖμαι''': κεῖσαι (κατάκειαι, ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 254), κεῖται, Ἰων. κέεται· πληθ. κεῖνται, Ἰων. [[κέαται]] Ὅμ., Ἡρόδ., κείᾰται Μίμνερμ. 11. 6, κέονται Ἰλ. Χ. 510, Ὀδ. Π. 232·- προστ. κεῖσο, κείσθω Ὅμ.·- ὑποτακ. γ΄ ἑν. κέηται Πλάτ. Σοφ. 257C, Λυκοῦργ., Ἐπ. [[κῆται]] Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Β. 102, διακέησθε Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 278, προσκέωνται Ἱππ. 755Π, ἀλλὰ κείωνται Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 10.- εὐκτ. κεοίμην, -οιτο, -οιντο·- ἀπαρ. κεῖσθαι Ἰλ. Θ. 126, Ἀττ., Ἰων. [[κέεσθαι]] Ἡρόδ. 2. 2·- μετοχ. κείμενος Ὅμ., κτλ·- παρατ. ἐκείμην, Ἐπ. κείμην Ὅμ., Ἐπ. γ΄ ἑν. [[κέσκετο]] Ὀδ. Φ. 41, πρβλ. Ξ. 521· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκέατο Ἡρόδ. 1. 167, κέατο Ἰλ. Ν. 763, κείατο Λ. 162·- μέλλ. κείσομαι Ὅμ., Ἀττ., Δωρ. κεισεῦμαι Θεόκρ. 3. 53. (Ἐκ τῆς √ΚΕΙ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κείω, κοίτη, κοιμάω, κῶας, κώμη, Κύμη· πρβλ. Σανσκρ. ←i (cubare), ←ê-tê (κεῖται), ←a- yanam (castra), Λατ. qui-es, καὶ [[ἴσως]] civis· Λιθ. ké-mas ([[κώμη]], [[χωρίον]])· Γοτθ. hai-ms ([[κώμη]]), Ἀρχ. Γερμ. hi-vo, hi-va (conjux). Ριζικὴ [[σημασία]]: εἶμαι κατατεθειμένος (χρησιμεύει δηλ. ὡς παθ. τοῦ [[τίθημι]], πρβλ. [[ὑπόκειμαι]]), καὶ [[ἑπομένως]] εἶμαι πλαγιασμένος, ἐξηπλωμένος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ προθέσ., ἐν, ἐπί, [[παρά]], [[πρός]], ὑπὸ τινι· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινος· ἀλλὰ ὁ δ’ ἐπ’ ἔννεα κεῖτο πέλεθρα, ἦτο ἐξηπλωμένος εἰς ἔκτασιν…, Ὀδ. Λ. 577, ἀλλ.· βραδύτερον, κεῖσθαι εἰς…, βραχυλογικῶς, Εὐρ. Ι. Τ. 620, Ἀνθ. Π. 9. 677, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., ὡς τὸ καθίζειν, τόπον… ὅντινα κεῖται Σοφ. Φιλ. 145. 2) κοιμῶμαι, ἀναπαύομαι, Ὅμ., κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[μένω]] [[ἀργός]], [[σχολάζω]], ἀπραγμονῶ, κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι... Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Β. 688, πρβλ. Η. 230, κτλ.· [[μένω]] [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθεὶς κείμην, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὑπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ Κριοῦ, Ὀδ. Ι. 434·- κακὸν κείμενον, κακὸν κοιμώμενον, Σοφ. Ο. Κ. 510· τοῦ κύματος κειμένου Αἰλ. π. Ζ. 15. 5. 3) κοίτομαι ἀσθενὴς ἢ πληγωμένος, κεῖτο γὰρ ἐν νήσῳ, ἐπὶ τοῦ Φιλοκτήτου, Ἰλ. Β. 721, πρβλ. Ο. 240· κείσεται οὐτοθεὶς Θ. 537., Λ. 659· γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις [[ἀρημένος]] Σ. 435· κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· [[ὡσαύτως]], εὑρίσκομαι ἐν ἀθλιότητι, ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Α. 46, πρβλ. Φ. 88, Σοφ. Φιλ. 183· εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς τὸ [[ἔλεος]] τοῦ νικητοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· κεῖσθαι ἐν κακοῖς Εὐρ. Φοίν. 1639, Ἐκ. 969· κειμένῳ ἐπιπηδᾶν, καταπατῶ τινα [[ὅταν]] τὸν εὔρω πεπτωκότα, Ἀριστοφ. Νεφ. 550. 4) [[κεῖμαι]] [[νεκρός]], ὡς τὸ Λατ. jacere, συχνὸν παρ’ Ὁμ., οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1438, 1446, Σοφ. Φιλ. 359· κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1240· σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[χίλιοι]]… νεκροὶ κείμενοι Ἡρόδ. 8. 25. β) συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν ἐπιταφίοις, εἶμαι τεθαμμένος, [[τῇδε]] κείμεθα Σιμων. 95, πρβλ. 97· κεῖσαι ζῶν ἔτι [[μᾶλλον]] τῶν ὑπὸ γᾶς ὁ αὐτ. 18· [[ὡσαύτως]], κ. ἐν Ταρτάρῳ Πινδ. Π. 1. 29· ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ’ Ἅιδῃ Τραγ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. 4. 11., 9. 105, Θουκ. 2. 43. 5) [[κεῖμαι]] παραμελημένος, ἰδίως ἐπὶ ἀτάφου πτώματος (πρβλ. [[ἀκηδής]]), Ἰλ. Τ. 32., Σ. 338· κεῖται… [[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] Χ. 386· μὴ δή με [[ἕλωρ]] Δαναοῖσιν ἐάσῃς κεῖσθαι Ε. 685· οὕτω κεῖτ’ [[ἀπόθεστος]]… ἐν πολλῇ κόπρῳ, κατάκειται ἀπεριποίητος, ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ κυνὸς τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ρ. 296, πρβλ. Π. 35, κτλ.·- οὕτω καὶ ἐπὶ τόπων ἢ οἰκοδομῶν, [[κεῖμαι]] εἰς ἐρείπια, κρημνισμένος, δόμοι… χαμαιπετεῖς ἒκεισθ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Χο. 964, πρβλ. ἐπανορθοῦσα εἴ τι καὶ πρότερον τῆς πόλεως ἔκειτο Πλάτ. Πολ. 425Α, Λυκ. 252. 6) ἐπὶ παλαιστῶν, εἶμαι ἡττημένος, κατεβλήθην, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· πεσών γε κείσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 126. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]], ἔχω θέσιν τινά, [[νῆσος]] ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Ὀδ. Η. 244, πρβλ. Ι. 25., Κ. 196, καὶ παρὰ Τραγ.· ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (ἀντὶ τοῦ κεῖται) Ἡρόδ. 5. 49· [[Αἴγινα]]… πρὸς νότου κ. πνοὰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 327, πρβλ. Θουκ. 3. 51· προστιθεμένου τοῦ θέσιν, πόλιν αὐταρκῆ θέσιν κειμένη ὁ αὐτ. 1. 37· θέσιν [[κέεσθαι]] νοσερωτάτην Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. τῶν τεθέντων ἐν γράμμασι καὶ κειμένων Πλάτ. Νόμ. 7. 793, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 3· κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, κτλ., ὁ αὐτ., κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὑρίσκομαι ἔν τινι τόπῳ, νοουμένης τῆς διαρκείας, ὅθι οἱ φίλα δέμνι’ ἔκειτο Ὀδ. Θ. 277· ἕλε δίφρον κείμενον, εὑρισκόμενον [[ἐκεῖ]] που, Ρ. 331, πρβλ. 410· φόρμιγγα…, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι Θ. 255· οὕτω παρὰ πεζοῖς, δύο τράπεζαι ἐκείσθην Λυσ. 133. 12, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 8. 19. III. [[κεῖμαι]], εἶμαι ἀποθηκευμένος, πρβλ. [[κειμήλιον]], [[πρᾶγμα]] ἀπόθετον, ἀποτεθειμένον ἐπὶ ἐμπορευμάτων, περιουσίας κτλ., δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Ἰλ. Ι. 382· πολλὰ δ’ ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. Ζ. 47· βασιλῆι δὲ κεῖται [[ἄγαλμα]], [[εἶναι]] τετηρημένον…, Δ. 144· [[μνῆμα]] ξείνοιο… κέσκετ’ ἐνὶ μεγάροισι, ἦτο ἀφειμένον…, Ὀδ. Φ. 41·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀφιερωμένον εἰς θεόν, κ. [[ἀνάθημα]], κτλ., Ἡρόδ. 1. 51, 52·- ἐπὶ χρημάτων, κείμενα, ἀποτεθειμένα, κατὰ [[μέρος]] τεθειμένα, ὁ αὐτ. 6. 86, 1· κ. σοι [[εὐεργεσία]] ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ [[ἀνάγραπτος]] Θουκ. 1. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 345Α· πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ | |lstext='''κεῖμαι''': κεῖσαι (κατάκειαι, ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 254), κεῖται, Ἰων. κέεται· πληθ. κεῖνται, Ἰων. [[κέαται]] Ὅμ., Ἡρόδ., κείᾰται Μίμνερμ. 11. 6, κέονται Ἰλ. Χ. 510, Ὀδ. Π. 232·- προστ. κεῖσο, κείσθω Ὅμ.·- ὑποτακ. γ΄ ἑν. κέηται Πλάτ. Σοφ. 257C, Λυκοῦργ., Ἐπ. [[κῆται]] Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Β. 102, διακέησθε Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 278, προσκέωνται Ἱππ. 755Π, ἀλλὰ κείωνται Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 10.- εὐκτ. κεοίμην, -οιτο, -οιντο·- ἀπαρ. κεῖσθαι Ἰλ. Θ. 126, Ἀττ., Ἰων. [[κέεσθαι]] Ἡρόδ. 2. 2·- μετοχ. κείμενος Ὅμ., κτλ·- παρατ. ἐκείμην, Ἐπ. κείμην Ὅμ., Ἐπ. γ΄ ἑν. [[κέσκετο]] Ὀδ. Φ. 41, πρβλ. Ξ. 521· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκέατο Ἡρόδ. 1. 167, κέατο Ἰλ. Ν. 763, κείατο Λ. 162·- μέλλ. κείσομαι Ὅμ., Ἀττ., Δωρ. κεισεῦμαι Θεόκρ. 3. 53. (Ἐκ τῆς √ΚΕΙ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κείω, κοίτη, κοιμάω, κῶας, κώμη, Κύμη· πρβλ. Σανσκρ. ←i (cubare), ←ê-tê (κεῖται), ←a- yanam (castra), Λατ. qui-es, καὶ [[ἴσως]] civis· Λιθ. ké-mas ([[κώμη]], [[χωρίον]])· Γοτθ. hai-ms ([[κώμη]]), Ἀρχ. Γερμ. hi-vo, hi-va (conjux). Ριζικὴ [[σημασία]]: εἶμαι κατατεθειμένος (χρησιμεύει δηλ. ὡς παθ. τοῦ [[τίθημι]], πρβλ. [[ὑπόκειμαι]]), καὶ [[ἑπομένως]] εἶμαι πλαγιασμένος, ἐξηπλωμένος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ προθέσ., ἐν, ἐπί, [[παρά]], [[πρός]], ὑπὸ τινι· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τινος· ἀλλὰ ὁ δ’ ἐπ’ ἔννεα κεῖτο πέλεθρα, ἦτο ἐξηπλωμένος εἰς ἔκτασιν…, Ὀδ. Λ. 577, ἀλλ.· βραδύτερον, κεῖσθαι εἰς…, βραχυλογικῶς, Εὐρ. Ι. Τ. 620, Ἀνθ. Π. 9. 677, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., ὡς τὸ καθίζειν, τόπον… ὅντινα κεῖται Σοφ. Φιλ. 145. 2) κοιμῶμαι, ἀναπαύομαι, Ὅμ., κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[μένω]] [[ἀργός]], [[σχολάζω]], ἀπραγμονῶ, κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι... Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Β. 688, πρβλ. Η. 230, κτλ.· [[μένω]] [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθεὶς κείμην, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὑπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ Κριοῦ, Ὀδ. Ι. 434·- κακὸν κείμενον, κακὸν κοιμώμενον, Σοφ. Ο. Κ. 510· τοῦ κύματος κειμένου Αἰλ. π. Ζ. 15. 5. 3) κοίτομαι ἀσθενὴς ἢ πληγωμένος, κεῖτο γὰρ ἐν νήσῳ, ἐπὶ τοῦ Φιλοκτήτου, Ἰλ. Β. 721, πρβλ. Ο. 240· κείσεται οὐτοθεὶς Θ. 537., Λ. 659· γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις [[ἀρημένος]] Σ. 435· κεῖτ’ [[ὀλιγηπελέων]] Ὀδ. Ε. 457· [[ὡσαύτως]], εὑρίσκομαι ἐν ἀθλιότητι, ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Α. 46, πρβλ. Φ. 88, Σοφ. Φιλ. 183· εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς τὸ [[ἔλεος]] τοῦ νικητοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· κεῖσθαι ἐν κακοῖς Εὐρ. Φοίν. 1639, Ἐκ. 969· κειμένῳ ἐπιπηδᾶν, καταπατῶ τινα [[ὅταν]] τὸν εὔρω πεπτωκότα, Ἀριστοφ. Νεφ. 550. 4) [[κεῖμαι]] [[νεκρός]], ὡς τὸ Λατ. jacere, συχνὸν παρ’ Ὁμ., οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1438, 1446, Σοφ. Φιλ. 359· κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1240· σπάν. παρὰ πεζοῖς, [[χίλιοι]]… νεκροὶ κείμενοι Ἡρόδ. 8. 25. β) συχνὸν [[ὡσαύτως]] ἐν ἐπιταφίοις, εἶμαι τεθαμμένος, [[τῇδε]] κείμεθα Σιμων. 95, πρβλ. 97· κεῖσαι ζῶν ἔτι [[μᾶλλον]] τῶν ὑπὸ γᾶς ὁ αὐτ. 18· [[ὡσαύτως]], κ. ἐν Ταρτάρῳ Πινδ. Π. 1. 29· ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ’ Ἅιδῃ Τραγ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. 4. 11., 9. 105, Θουκ. 2. 43. 5) [[κεῖμαι]] παραμελημένος, ἰδίως ἐπὶ ἀτάφου πτώματος (πρβλ. [[ἀκηδής]]), Ἰλ. Τ. 32., Σ. 338· κεῖται… [[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] Χ. 386· μὴ δή με [[ἕλωρ]] Δαναοῖσιν ἐάσῃς κεῖσθαι Ε. 685· οὕτω κεῖτ’ [[ἀπόθεστος]]… ἐν πολλῇ κόπρῳ, κατάκειται ἀπεριποίητος, ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ κυνὸς τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ρ. 296, πρβλ. Π. 35, κτλ.·- οὕτω καὶ ἐπὶ τόπων ἢ οἰκοδομῶν, [[κεῖμαι]] εἰς ἐρείπια, κρημνισμένος, δόμοι… χαμαιπετεῖς ἒκεισθ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Χο. 964, πρβλ. ἐπανορθοῦσα εἴ τι καὶ πρότερον τῆς πόλεως ἔκειτο Πλάτ. Πολ. 425Α, Λυκ. 252. 6) ἐπὶ παλαιστῶν, εἶμαι ἡττημένος, κατεβλήθην, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· πεσών γε κείσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 126. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, [[κεῖμαι]], ἔχω θέσιν τινά, [[νῆσος]] ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Ὀδ. Η. 244, πρβλ. Ι. 25., Κ. 196, καὶ παρὰ Τραγ.· ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (ἀντὶ τοῦ κεῖται) Ἡρόδ. 5. 49· [[Αἴγινα]]… πρὸς νότου κ. πνοὰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 327, πρβλ. Θουκ. 3. 51· προστιθεμένου τοῦ θέσιν, πόλιν αὐταρκῆ θέσιν κειμένη ὁ αὐτ. 1. 37· θέσιν [[κέεσθαι]] νοσερωτάτην Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. τῶν τεθέντων ἐν γράμμασι καὶ κειμένων Πλάτ. Νόμ. 7. 793, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 3· κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, κτλ., ὁ αὐτ., κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὑρίσκομαι ἔν τινι τόπῳ, νοουμένης τῆς διαρκείας, ὅθι οἱ φίλα δέμνι’ ἔκειτο Ὀδ. Θ. 277· ἕλε δίφρον κείμενον, εὑρισκόμενον [[ἐκεῖ]] που, Ρ. 331, πρβλ. 410· φόρμιγγα…, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι Θ. 255· οὕτω παρὰ πεζοῖς, δύο τράπεζαι ἐκείσθην Λυσ. 133. 12, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 8. 19. III. [[κεῖμαι]], εἶμαι ἀποθηκευμένος, πρβλ. [[κειμήλιον]], [[πρᾶγμα]] ἀπόθετον, ἀποτεθειμένον ἐπὶ ἐμπορευμάτων, περιουσίας κτλ., δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Ἰλ. Ι. 382· πολλὰ δ’ ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. Ζ. 47· βασιλῆι δὲ κεῖται [[ἄγαλμα]], [[εἶναι]] τετηρημένον…, Δ. 144· [[μνῆμα]] ξείνοιο… κέσκετ’ ἐνὶ μεγάροισι, ἦτο ἀφειμένον…, Ὀδ. Φ. 41·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀφιερωμένον εἰς θεόν, κ. [[ἀνάθημα]], κτλ., Ἡρόδ. 1. 51, 52·- ἐπὶ χρημάτων, κείμενα, ἀποτεθειμένα, κατὰ [[μέρος]] τεθειμένα, ὁ αὐτ. 6. 86, 1· κ. σοι [[εὐεργεσία]] ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ [[ἀνάγραπτος]] Θουκ. 1. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 345Α· πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι, εἰς τὴν τράπεζάν του, Ἰσοκρ. 367D· [[παρά]] τινι Ἐπιστ. Πλάτ. 345C· τἀργύριόν σοι κείσεται, θὰ μείνῃ ὡς [[παρακαταθήκη]], μέλλον νὰ χρησιμεύσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν τοῦ κυρίου δούλου τινὸς ὑποστάντος βλάβην ἐκ βασανιστηρίων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 624· δραχμὴν ὑπόθες.- Ἀπόκρ. κεῖται [[πάλαι]] Δίφιλ. ἐν «Συνωρ.» 1. 2. IV. [[πρόκειμαι]], εἶμαι ὡρισμένος, κεῖται ἄεθλα ἐν ἀγῶνι δεδεγμένα ἱππῆας = ἐκδέχονται· [[ἔνθα]] ὁ Εὐστ. σημειοῖ, ὅτι τὸ κεῖται σύστοιχον τοῦ τίθεται, Ἰλ. Ψ. 273· ὅπλων ἔκειτ’ ἀγὼν πέρι Σοφ. Αἴ. 936, πρβλ. Ο. Τ. 490. 2) ἐπὶ νόμων, [[νόμος]] κεῖται ὡς παθ. τοῦ [[τίθημι]] νόμον, ὁ [[νόμος]] ἔχει τεθῆ, ἔχει ὁρισθῆ, Εὐρ. Ἑκ. 292, Μήδ. 494, Θουκ. 2. 37, κτλ.· νόμοι κεῖνται [[περί]] τινος Ἀντιφῶν 141. 22· οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, οἱ ὡρισμένοι νόμοι, Ἀριστοφ. Πλ. 914, πρβλ. Λυσ. 96. 10, κτλ.· οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 21, πρβλ. Ἰσοκρ. 10Α, Δημ. 720. 13· αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι, αἱ ψῆφοι ἃς ἔδωκαν οἱ…, Διον. Ἁλ. 7. 47· [[οὐκέτι]] κ. ἡ [[συνθήκη]], δὲν ἰσχύει πλέον, Ἰσαῖ. 59. 28· κεῖται [[ζημία]], εἶνε ὡρισμένη διὰ νόμου, πρόκειται, Θουκ. 3. 45· [[θάνατος]] κεῖται [[περί]] τινος Εὐρ. Ἴων. 756· κείμεναι ζημίαι Λυσ. 146. 20. 3) [[εἶναι]] κατατεθειμένον, δεδομένον, ἐν συλλογισμῷ, τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω = δεδόσθω, ὡρίσθω, Πλάτ. Σοφ. 250Ε, κτλ.· ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Πολιτικ. 300Ε· συχν. παρ’ Ἀριστ., κείσθω, ἔστω δεδομένον, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 15, 14, Ποιητ. 19. 2, κ. ἀλλ.· τὸ κείμενον, τὸ δεδομένον, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 38· τὰ κείμενα [[αὐτόθι]] 8. 4, 2, κ. ἀλλ. 4) ἐπὶ ὀνομάτων, κεῖται [[ὄνομα]], ἔχει δοθῆ, Ἡρόδ. 4. 184., 7. 200, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 12, Πλάτ., κτλ.· ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον [[ὄνομα]] Ἰσαῖ. 41. 12· οὕτω κεῖσθαι [[ἄνευ]] τοῦ [[ὄνομα]], Πλάτ. Κρατ. 392D· κείμενα ὀνόματα, ὡρισμένοι ὅροι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4. V. μεταφορ., [[πένθος]] ἐνὶ φρασὶ κεῖται, νοουμένου συνεχοῦς τινος αἰσθήματος βάρους, Ὀδ. Ω. 423· κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμὸς Φ. 88. 2) [[ταῦτα]] θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. [[ταῦτα]] ἐξαρτῶνται ἐκ τῆς θελήσεως τῶν θεῶν, Ἰλ. Ρ. 514., Υ. 435. 3) κεῖσθαι ἔν τινι, ἐντελῶς ἐξαρτῶμαι ἐκ τινος, Πινδ. Π. 5. 126., 10. 110 ἐν ὑμῖν ὡς θεῷ κείμεθα Σοφ. Ο. Κ. 248, Ο. Τ. 314· οὕτω, κ. ἐπί τινι Πινδ. Π. 8, 108, Λουκ., κτλ. 4) ἔχω πως, εὑρίσκομαι ἔν τινι καταστάσει, εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων, ὡς ὁ Wessel. ἐν Ἡροδ. 8. 102· κεῖσθαι [[καλῶς]] ἐν παράπλῳ Θουκ. 1. 44, [[ὅπερ]] κεῖσθαι [[καλῶς]] παράπλου ἐν 36 εἶπεν, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 693· μὴ κινεῖν εὖ κείμενον Πλάτ. Φίληβ. 15, ἐξ οὐ καὶ ἡ παροιμ. κακὸν εὖ κείμενον Σχολ. οὗ τὸ [[ἐναντίον]] ἐν Σοφ. Ο. Κ. 509 τὸ [[πάλαι]] κείμενον ἤδη κακὸν ἐπεγείρειν·- εἰ ταῦτ’ [[ἀνατὶ]]… κείσεται Σοφ. Ἀντ. 485, πρβλ. Φίλ. 503. 5) [[ἁπλῶς]], εἶμαι, εὔστομα κείσθω (ἴδε [[εὔστομος]]) Ἡρόδ. 2. 171· [[νεῖκος]] κ. τισι, ὑπάρχει [[ἔρις]] μεταξὺ τινων, Σοφ. Ο. Τ. 490· Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόμασι, τὸ ὄνομά μου θὰ ἀναφέρηται [[συχνάκις]], Ἀνθ. Π. 9. 62· πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Θέογν. 240. 6) ἀφίνω καθίζημα, ἐπὶ τῶν οὔρων, Ἱππ. 970Β·- [[ὡσαύτως]], καταπραΰνομαι, ἐπὶ φλογώσεως, ὁ αὐτ. 1016G. 7) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων, εὑρίσκομαι, ἀπαντῶ, [[παρά]] τινι Ἀθήν. 58Β· ποῦ κεῖται; ὁ αὐτ. 165D. πρβλ. [[Κειτούκειτος]]·- τὸ κείμενον, τὸ παρὰ πᾶσιν ἀποδεκτὸν γενόμενον, ἢ τὸ κ. τοῦ συγγραφέως, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὰ σχόλια, Casaub. εἰς Ἀθήν. σ. 3. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |