Anonymous

κεῖμαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 60: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶμαι ξαπλωμένος, βρίσκομαι καταγῆς). Ἀπό ρίζα κει-, καί μέ μετάπτωση κοι-, κωκαί κυ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κειμήλιον]], [[κείω]] (=[[θέλω]] νά πλαγιάσω), [[κοίτη]], [[κοιταῖος]], [[κοιτάζω]] (=[[βάζω]] στό κρεβάτι), [[κοιτίς]], [[κοῖτος]] (κρεβάτι), [[κοιτών]] (=κρεβατοκάμαρα), ὁ παράκοιτης καί ἡ [[παράκοιτις]] (=ὁ, ἡ [[σύζυγος]]), [[ἀπόκοιτος]] (=πού κοιμᾶται μακριά), [[κώμη]] (=χωριό), [[κωμήτης]] (=[[χωρικός]]), [[κῶμος]] (=πανηγύρι), [[κωμικός]], [[κῶμα]] (=[[ἐπιθανάτιος]] [[λήθαργος]]), [[κοιμάω]] -ῶ (=[[ἀποκοιμίζω]], [[καταπραΰνω]]), [[κῶας]] (=[[δέρμα]]), [[Κύμη]].
|mantxt=(=εἶμαι ξαπλωμένος, βρίσκομαι καταγῆς). Ἀπό ρίζα κει-, καί μέ μετάπτωση κοι-, κωκαί κυ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κειμήλιον]], [[κείω]] (=[[θέλω]] νά πλαγιάσω), [[κοίτη]], [[κοιταῖος]], [[κοιτάζω]] (=[[βάζω]] στό κρεβάτι), [[κοιτίς]], [[κοῖτος]] (κρεβάτι), [[κοιτών]] (=κρεβατοκάμαρα), ὁ παράκοιτης καί ἡ [[παράκοιτις]] (=ὁ, ἡ [[σύζυγος]]), [[ἀπόκοιτος]] (=πού κοιμᾶται μακριά), [[κώμη]] (=χωριό), [[κωμήτης]] (=[[χωρικός]]), [[κῶμος]] (=πανηγύρι), [[κωμικός]], [[κῶμα]] (=[[ἐπιθανάτιος]] [[λήθαργος]]), [[κοιμάω]] -ῶ (=[[ἀποκοιμίζω]], [[καταπραΰνω]]), [[κῶας]] (=[[δέρμα]]), [[Κύμη]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[yacer]] ἐγὼ εἰμι ὁ μέγας, ὁ ἐν στόματι κείμενος <b class="b3">yo soy el grande, el que yace en la boca (escrito en una tablilla metida en la boca de un gato) </b> P XII 110
}}
}}