Anonymous

σφωΐτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφῶϊ]], αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο [[δικός]] σας («σφωΐτερον... [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για το β' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] σου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφω</i>/[[σφῶϊ]] «εσείς οι δύο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφωέ]], αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο [[δικός]] τους<br /><b>2.</b> [[αντί]] της κτητ. αντων. [[σφέτερος]], -[[τέρα]], -<i>ον</i><br /><b>3.</b> (και για το γ' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφωέ]]/<i>σφωϊν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφεῖς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφέ</i>-<i>τερος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφῶϊ]], αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο [[δικός]] σας («σφωΐτερον... [[ἔπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για το β' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] σου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σφω</i>/[[σφῶϊ]] «εσείς οι δύο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[ἡμέτερος]])].<br /> <b>(II)</b><br />-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του [[σφωέ]], αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο [[δικός]] τους<br /><b>2.</b> [[αντί]] της κτητ. αντων. [[σφέτερος]], -[[τέρα]], -<i>ον</i><br /><b>3.</b> (και για το γ' εν. πρόσ.) ο [[δικός]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφωέ]]/<i>σφωϊν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σφεῖς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[σφέτερος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm