Anonymous

εὐφραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφραίνω:''' Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. <i>εὐφρᾰνῶ</i>, Ιων. και Επικ. <i>εὐφρανέω</i>, [[ἐϋφρανέω]]· αόρ. αʹ <i>ἔφρᾱνα</i> ή <i>ηὔφρ-</i>, Επικ. [[εὔφρηνα]] — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>εὐφρᾰνοῦμαι</i>, Ιων. βʹ ενικ. <i>εὐφράνεαι</i>, Παθ. <i>εὐφρανθήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>εὐφράνθην</i> ή <i>ηὐ-</i> ([[εὔφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευθυμώ]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[καλοκαρδίζω]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[χαρούμενος]], ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· [[ἐπί]] τινι, σε Αριστοφ.· <i>ἔν τινι</i>, [[διά]] τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη [[ἰδών]], αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὐφραίνω:''' Επικ. ἐϋ-φρ-, μέλ. Αττ. <i>εὐφρᾰνῶ</i>, Ιων. και Επικ. <i>εὐφρανέω</i>, [[ἐϋφρανέω]]· αόρ. αʹ <i>ἔφρᾱνα</i> ή <i>ηὔφρ-</i>, Επικ. [[εὔφρηνα]] — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>εὐφρᾰνοῦμαι</i>, Ιων. βʹ ενικ. <i>εὐφράνεαι</i>, Παθ. <i>εὐφρανθήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>εὐφράνθην</i> ή <i>ηὐ-</i> ([[εὔφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ευθυμώ]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[καλοκαρδίζω]], σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[χαρούμενος]], ευαρεστούμαι, τέρπομαι, ευχαριστιέμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ἐπί τινι, σε Αριστοφ.· <i>ἔν τινι</i>, [[διά]] τινος, ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εὐφράνθη [[ἰδών]], αγαλλίασε όταν αντίκρυσε, σε Πίνδ.
}}
}}
{{pape
{{pape