Anonymous

εἰσβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βαίνω]]), hineingehen; Il. 12, 59; ins Schiff einsteigen, sich einschiffen; Od. 9, 103; Thuc. 1, 143, öfter, wie Xen. Hell. 1, 6, 25; ἐς ναῦν Her. 3, 41; [[σκάφος]] Eur. Tro. 681; πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον, ins steinerne Brautgemach zur Jungfrau, Soph. Ant. 1190; τοιαῦτα καὐτὸς εἰσέβην κακά, wie subire, O. C. 1001, wie ἄτης ἄβυσσον Aesch. Suppl. 466; εἰσβαίνει μοι [[οἶκτος]], mich kommt an, ergreift Mitleid, Soph. Trach. 297. – Aor. I. trans., hineinbringen, -führen; τινά, Eur. Bacch. 466 Alc. 1055; in tmesi auch Hom., ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε Il. 1, 310; ληΐδα τ' εἰσβήσαντες Ap. Rh. 2, 167.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] (s. [[βαίνω]]), hineingehen; Il. 12, 59; ins Schiff einsteigen, sich einschiffen; Od. 9, 103; Thuc. 1, 143, öfter, wie Xen. Hell. 1, 6, 25; ἐς ναῦν Her. 3, 41; [[σκάφος]] Eur. Tro. 681; πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον, ins steinerne Brautgemach zur Jungfrau, Soph. Ant. 1190; τοιαῦτα καὐτὸς εἰσέβην κακά, wie subire, O. C. 1001, wie ἄτης ἄβυσσον Aesch. Suppl. 466; εἰσβαίνει μοι [[οἶκτος]], mich kommt an, ergreift Mitleid, Soph. Trach. 297. – Aor. I. trans., hineinbringen, -führen; τινά, Eur. Bacch. 466 Alc. 1055; in tmesi auch Hom., ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε Il. 1, 310; ληΐδα τ' εἰσβήσαντες Ap. Rh. 2, 167.
}}
{{ls
|lstext='''εἰσβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἐμβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[πλοῖον]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., οἱ δ’ αἶψ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον Ὀδ. Ι. 103, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἐσβ. ἐς ναῦν Ἡρόδ. 3. 41· καὶ μετ’ αἰτ., εἰσβ. [[σκάφος]] Εὐρ. Τρῳ. 681 (πρβλ. [[ἐμβαίνω]]). 2) [[καθόλου]], [[ἐμβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]], πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσβ. Σοφ. Ἀντ. 1205· δόμους Εὐρ. Μήδ. 41, 380, κ. ἀλλ.· τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά, εἰς τοιαῦτα καὶ ἐγὼ ὑπέπεσον κακά, Σοφ. Ο. Κ. 997· ἄτης ἄβυσσον [[πέλαγος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 470· καὶ τἀνάπαλιν, ἐμοὶ γὰρ [[οἶκτος]] … εἰσέβη Σοφ. Τρ. 298. 3) ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι [[ἔξωθεν]], εἰσέβαινον ἰσχᾴδες Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄ -έβησα, ἐνεβίβασα, ἐς δ’ ἑκατόμβην βῆσε θεῷ (ἐνν. ἐς νῆα) Ἰλ. Α. 310· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1055, Βάκχ. 466.
}}
}}