Anonymous

προκαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρεμῶ]] ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]] Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου ὡς [[κάλυμμα]], πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι [[ἔμπροσθεν]] τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ [[σῶμα]] προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς [[προκάλυμμα]], Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]], ἥλιον [[νεφέλη]] πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45.
|lstext='''προκᾰλύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρεμῶ]] ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]] Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω [[ἐπάνω]] μου ὡς [[κάλυμμα]], πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι [[ἔμπροσθεν]] τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ [[σῶμα]] προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς [[προκάλυμμα]], Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]], ἥλιον [[νεφέλη]] πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> προεκάλυπτον, <i>f.</i> προκαλύψω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> tendre devant pour cacher : πέπλων ὑφάς EUR tendre son manteau pour protéger (son ami);<br /><b>2</b> cacher en s’interposant : ἥλιον XÉN cacher le soleil;<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαλύπτομαι cacher sur soi <i>ou</i> pour soi : ὄμματα EUR se cacher les yeux.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καλύπτω]].
}}
}}