3,274,917
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄθομαι''': ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[προσέχω]], [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον [[ἦτορ]], ἶσον ἐμοὶ [[φάσθαι]] Ο. 166, 182· [[μετὰ]] μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., [[σέθεν]] δ’ ἐγὼ οὐκ [[ἀλεγίζω]], οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος, δέν σε [[λογαριάζω]] [[οὔτε]] [[προσέχω]] εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ [[φροντίζω]], οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· [[οὕτως]], Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ὀθεύω]], ὀθέω, καὶ ὄθη, [[φροντίς]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὄθμα]]). | |lstext='''ὄθομαι''': ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[προσέχω]], [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον [[ἦτορ]], ἶσον ἐμοὶ [[φάσθαι]] Ο. 166, 182· [[μετὰ]] μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., [[σέθεν]] δ’ ἐγὼ οὐκ [[ἀλεγίζω]], οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος, δέν σε [[λογαριάζω]] [[οὔτε]] [[προσέχω]] εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ [[φροντίζω]], οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· [[οὕτως]], Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ὀθεύω]], ὀθέω, καὶ ὄθη, [[φροντίς]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὄθμα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf. 3ᵉ sg.</i> [[ὤθετο]];<br />s’agiter pour ; s’inquiéter, se préoccuper, <i>d’ord. avec une nég. abs.</i> οὐδ’ ὄθεται IL et il ne s’inquiète pas ; οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος IL je ne m’inquiète pas de sa colère ; [[οὐκ]] ὄθεται [[φάσθαι]] IL (ton cœur) ne craint pas de dire ; avec un part. : [[οὐκ]] ὄθεται ῥέζων IL il ne craint pas de faire.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀθ, agiter ; cf. [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} |