3,277,218
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμαρτέω''': Ἰλ. Ω 438, Εὐρ. Βάκχ. 923· Δωρ. προστ. ὁμάρτη, Θεόκρ. 28, 3 ἐκ τῆς ἐκδ. τοῦ Ald.· παρατ. ὡμάρτουν Σοφ. Ο. Κ. 1647, Ἰων. -ευν, Ἀπολλ. Ρόδ., Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. ὁμαρτήτην (ἴδε κατωτ.): μέλλ. -ήσω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Εὐρ. Φοίν. 1616: ἀόρ. ὡμάρτησα Ὅμ., κτλ.: ἀόρ. β΄ ὅμαρτεν Ὀρφ. Ἀργ. 513. (Ἐκ τοῦ [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]] καὶ τῆς √ΑΡ, ἴδε ἀρτύω, *ἄρω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ὁμαρτῇ]]). Συναντῶ, 1) ἐν ἐχθρικῇ σημασίᾳ, συναντῶμαι ἐν πολέμῳ, ἐν τῇ μάχῃ, ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, τὼ δ’ ἄρ’ ὁμαρτήτην Ἰλ. Ν. 584· ἀλλ’ ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει [[ὁμαρτήδην]] Ἐπίρρ., = [[ὁμαρτῇ]], ἀμφότεροι [[ὁμοῦ]]. 2) περιπατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνοδεύω]], ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Ἰλ. Ω. 438 βῆσαν ὁμαρτήσαντες, ἐβάδισαν [[ὁμοῦ]], Ὀδ. Φ. 188· [[οὐδέ]] κεν [[ἵρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ προφθάσῃ νὰ πηγαίνῃ [[ὁμοῦ]] (μὲ τὸ [[πλοῖον]]), Ν. 87. 3) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπέρχομαι]] μετά τινος, ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ, ἐπελθὼν σὺν Διὸς ὄμβρῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 674, Θεογ. 201, καὶ Τραγ.· [[ὡσαύτως]], ὁμ. σύν τινι Σοφ. Ο. Κ. 1647· [[πρός]] τινα Καλλ. εἰς Δήμ. 129· - [[ὡσαύτως]], παρακολουθῶ, [[διώκω]], Αἰσχύλ. Πρ. 678, πρβλ. Εὐμ. 339. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[παρέπομαι]], παρακολουθῶ, [[διθύραμβος]] ὁμ. Διονύσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 392· τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ [[νοῦς]] ὁμαρτεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 238· - ἀπολ., Ἱππ. 483. 8, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Μ. 400, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μετ’ αἰτ., [[καταδιώκω]], [[προσβάλλω]] ἀπὸ κοινοῦ, τὸν δ’ [[Αἴας]] καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσαντο. - Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ὁμαρτέω''': Ἰλ. Ω 438, Εὐρ. Βάκχ. 923· Δωρ. προστ. ὁμάρτη, Θεόκρ. 28, 3 ἐκ τῆς ἐκδ. τοῦ Ald.· παρατ. ὡμάρτουν Σοφ. Ο. Κ. 1647, Ἰων. -ευν, Ἀπολλ. Ρόδ., Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. ὁμαρτήτην (ἴδε κατωτ.): μέλλ. -ήσω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 196, Εὐρ. Φοίν. 1616: ἀόρ. ὡμάρτησα Ὅμ., κτλ.: ἀόρ. β΄ ὅμαρτεν Ὀρφ. Ἀργ. 513. (Ἐκ τοῦ [[ὁμός]], [[ὁμοῦ]] καὶ τῆς √ΑΡ, ἴδε ἀρτύω, *ἄρω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[ὁμαρτῇ]]). Συναντῶ, 1) ἐν ἐχθρικῇ σημασίᾳ, συναντῶμαι ἐν πολέμῳ, ἐν τῇ μάχῃ, ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, τὼ δ’ ἄρ’ ὁμαρτήτην Ἰλ. Ν. 584· ἀλλ’ ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει [[ὁμαρτήδην]] Ἐπίρρ., = [[ὁμαρτῇ]], ἀμφότεροι [[ὁμοῦ]]. 2) περιπατῶ [[ὁμοῦ]], [[συνοδεύω]], ἐν νηὶ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων Ἰλ. Ω. 438 βῆσαν ὁμαρτήσαντες, ἐβάδισαν [[ὁμοῦ]], Ὀδ. Φ. 188· [[οὐδέ]] κεν [[ἵρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ προφθάσῃ νὰ πηγαίνῃ [[ὁμοῦ]] (μὲ τὸ [[πλοῖον]]), Ν. 87. 3) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπέρχομαι]] μετά τινος, ὁμαρτήσας Διὸς ὄμβρῳ, ἐπελθὼν σὺν Διὸς ὄμβρῳ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 674, Θεογ. 201, καὶ Τραγ.· [[ὡσαύτως]], ὁμ. σύν τινι Σοφ. Ο. Κ. 1647· [[πρός]] τινα Καλλ. εἰς Δήμ. 129· - [[ὡσαύτως]], παρακολουθῶ, [[διώκω]], Αἰσχύλ. Πρ. 678, πρβλ. Εὐμ. 339. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[παρέπομαι]], παρακολουθῶ, [[διθύραμβος]] ὁμ. Διονύσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 392· τῷ γήρᾳ φιλεῖ χὠ [[νοῦς]] ὁμαρτεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 238· - ἀπολ., Ἱππ. 483. 8, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Μ. 400, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μετ’ αἰτ., [[καταδιώκω]], [[προσβάλλω]] ἀπὸ κοινοῦ, τὸν δ’ [[Αἴας]] καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσαντο. - Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὁμαρτήσω, <i>ao.</i> ὡμάρτησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>propr.</i> s’ajuster ensemble, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> aller ensemble ; accompagner, suivre : τινι <i>ou</i> [[σύν]] τινι, qqn;<br /><b>2</b> <i>avec idée d’hostilité</i> se mesurer avec, en venir aux mains;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁμαρτέομαι-οῦμαι (<i>ao. 3ᵉ pl. poét.</i> ὁμαρτήσαντο) attaquer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], *[[ἀρτός]], adj. verb. de ἄρω. | |||
}} | }} |