Anonymous

οὐδός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδός''': Ἀττ. ὀδὸς (Σοφ. Ο. Κ. 57, 1590, Λυκοῦργ. 153. 5, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 125), ὁ· ― τὸ κατώφλιον, [[μάλιστα]] τὸ κατώφλιον οἰκίας, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[χάλκεος]] οὐδὸς (ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 811), ἴδε Ὀδ. Η. 83, 89· [[ὡσαύτως]], λάῑνος οὐδὸς Ἰλ. Ι. 404, Ὀδ. Θ. 80.· [[μέλινος]] [[αὐτόθι]] Ρ. 339· δρύῑνος Φ. 43· [[μέγας]] Ἡσ. Θ. 749. 2) τὸ κατώφλιον ἢ ἡ [[εἴσοδος]] εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ’ αὐλείου Ὀδ. Α. 104· ἡ εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον ἄγουσα, Ἰλ. Θ. 15, πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. [[ἴσως]] [[ἀνώφλιον]], Wüstem. εἰς Θεόκρ. 23. 50. 3) μεταφορ., ἐπὶ γήραος οὐδῷ ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τοῦ γήρατος [[ἤτοι]] ἐπὶ τοῦ σημείου καθ’ ὃ ἄρχεται τὸ [[γῆρας]], ἢ [[μᾶλλον]] ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς ἐκ τοῦ γήρατος μεταβάσεως εἰς τὸν θάνατον ([[οὕτως]], οὐδὸς βιότου, τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Κόϊντ. Σμ. 10. 426), Ἰλ. Χ. 60, Ὀδ. Ο. 348, Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 329, [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 3. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 328 Ε· ἐπὶ [[γήρως]] ὁδῷ Λυκοῦργ. καὶ Μένανδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[μέχρι]] γήραος οὐδοῦ Ψευδο-Φωκυλ. 217, οὕτω γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Ὀδ. Ο. 246., Ψ. 212. ― Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. Κ. Λουκ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ. (Ἴδε ὁδός, ἐν τέλ.).
|lstext='''οὐδός''': Ἀττ. ὀδὸς (Σοφ. Ο. Κ. 57, 1590, Λυκοῦργ. 153. 5, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 125), ὁ· ― τὸ κατώφλιον, [[μάλιστα]] τὸ κατώφλιον οἰκίας, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[χάλκεος]] οὐδὸς (ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 811), ἴδε Ὀδ. Η. 83, 89· [[ὡσαύτως]], λάῑνος οὐδὸς Ἰλ. Ι. 404, Ὀδ. Θ. 80.· [[μέλινος]] [[αὐτόθι]] Ρ. 339· δρύῑνος Φ. 43· [[μέγας]] Ἡσ. Θ. 749. 2) τὸ κατώφλιον ἢ ἡ [[εἴσοδος]] εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ’ αὐλείου Ὀδ. Α. 104· ἡ εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον ἄγουσα, Ἰλ. Θ. 15, πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. [[ἴσως]] [[ἀνώφλιον]], Wüstem. εἰς Θεόκρ. 23. 50. 3) μεταφορ., ἐπὶ γήραος οὐδῷ ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τοῦ γήρατος [[ἤτοι]] ἐπὶ τοῦ σημείου καθ’ ὃ ἄρχεται τὸ [[γῆρας]], ἢ [[μᾶλλον]] ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς ἐκ τοῦ γήρατος μεταβάσεως εἰς τὸν θάνατον ([[οὕτως]], οὐδὸς βιότου, τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Κόϊντ. Σμ. 10. 426), Ἰλ. Χ. 60, Ὀδ. Ο. 348, Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 329, [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 3. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 328 Ε· ἐπὶ [[γήρως]] ὁδῷ Λυκοῦργ. καὶ Μένανδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[μέχρι]] γήραος οὐδοῦ Ψευδο-Φωκυλ. 217, οὕτω γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Ὀδ. Ο. 246., Ψ. 212. ― Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. Κ. Λουκ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ. (Ἴδε ὁδός, ἐν τέλ.).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> seuil d’une porte;<br /><b>2</b> seuil ; entrée <i>en gén. fig.</i> : ἐπὶ γήραος οὐδῷ IL, OD sur le seuil <i>ou</i> au terme de la vieillesse, <i>càd</i> à la limite qui sépare la vieillesse de la mort, <i>càd</i> à l’extrême vieillesse : γήραος οὐδὸν [[ἱκέσθαι]] OD être parvenu au terme de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' R. Ἑδ, aller ; cf. [[ὁδός]], [[οὖδας]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion. et épq. c.</i> [[ὁδός]].
}}
}}