acinaces
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Latin > English
acinaces acinacis N M :: short sword (Persian); short saber; scimitar; (contrary to gender rule OLD)
Wikipedia EN
The acinaces, also spelled akinakes (Greek ἀκῑνάκης) or akinaka (unattested Old Persian *akīnakah, Sogdian kynʼk) is a type of dagger or xiphos (short sword) used mainly in the first millennium BCE in the eastern Mediterranean Basin, especially by the Medes, Scythians, Persians and Caspians, then by the Greeks.
The acinaces, of Scythian origin, but made famous by the Persians, rapidly spread throughout the ancient world. The Romans believed that this weapon originated with the Medes.
The acinaces is typically 40–60 cm (14-18 in.) in length and double-edged, and although there is no universal design, the guard may be lobed with the hilt resembling that of a bollock dagger, or the pommel may be split or of the "antenna" type. The scabbard as much as anything else defines the acinaces and usually has a large decorative mount near the opening, allowing it to be suspended from a belt on the wearer's right side.
Wikipedia EL
Ο ακινάκης ή ακινάκα (πιθ. αρχ. περσ. *akīnakah, σογδ. kyn-ak) ήταν αρχαίο κοντό ξίφος, σε χρήση κυρίως κατά την 1η χιλιετία π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδίως από τους Μήδους, τους Πέρσες και τους Σκύθες, και αργότερα από τους Έλληνες. Χρησίμευε κυρίως ως όπλο για τη μάχη σώμα με σώμα.
Ο ακινάκης επινοήθηκε από τους Σκύθες, αλλά έγινε πολύ γνωστός από τους Πέρσες και εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν ότι το ξίφος αυτό καταγόταν από τους Μήδους.
Οι Ακινάκες (Ακινάκαι) ήταν αρχαίος λαός αναφερόμενος από τον Πτολεμαίο, που ζούσε στο νοτιότατο τμήμα της Βακτριανής.
Latin > English (Lewis & Short)
ăcīnăcēs: is, m., = ἀκινάκης,
I the short sabre of the Persians, Medes, and Scythians, a scimitar, Hor. C. 1, 27, 5; Curt. 3, 3, 4; 4, 15, 17 al.
Latin > French (Gaffiot 2016)
ăcīnăcēs,¹³ is, m., courte épée [chez les Perses: Hor. O. 1, 27, 5 ; Curt. 3, 3, 18 ; 4, 15, 30, etc.
Latin > German (Georges)
acīnacēs, is, Akk. em u. ēn, m. (ἀκινάκης), der kurze, krumme Säbel der Perser, Meder u. Szythen, Hor., Curt. u.a.
Latin > Chinese
acinaces, is. m. :: 劍
Translations
az: akinak; be: акінак; bg: акинак; ca: acinaces; de: Acinaces; el: ακινάκης; en: acinaces; es: acinaces; fa: آکیناکه; fr: acinace; he: אקינקס; hy: ակինակ; id: akinaka; it: acinace; ja: アキナケス; kk: акинак; ku: akîneke; ky: акинак; la: acinaces; lt: akinakas; nl: acinaces; pl: akinakes; pt: acínace; ru: акинак; tg: акинак; uk: акінак; uz: akinak