ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
ἀποβοσκέω, γραστίζω, βουκολίζω, διαποιμαίνω, βόσκω, ἐμβοτέω, βουκολέω, ἐνδιάω, ἀποβουκολέω, ἐκνέμω