διαποιμαίνω

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποιμαίνω Medium diacritics: διαποιμαίνω Low diacritics: διαποιμαίνω Capitals: ΔΙΑΠΟΙΜΑΙΝΩ
Transliteration A: diapoimaínō Transliteration B: diapoimainō Transliteration C: diapoimaino Beta Code: diapoimai/nw

English (LSJ)

feed: metaph. of educators, βίον Man.4.419.

Spanish (DGE)

1 apacentar ὀΐων ἀγέλας Cyr.Al.M.68.232B, fig. τὰς ἄνω καὶ ἐπὶ γῆς ... ἀγέλας Cyr.Al.M.69.40C, cf. 71.1012D.
2 dirigir, guiar ἔν τε καθέδραις γραμματικαῖς δήμοιο βίον διαποιμαίνοντες y guiando la vida del pueblo en las escuelas de letras Man.4.419.

German (Pape)

[Seite 596] regieren, βίον, hinbringen, Man. 4, 419.

Greek (Liddell-Scott)

διαποιμαίνω: κυβερνῶ, διοικῶ, Κύριλλ.· βίον δ. - διέρχομαι τὸν β. Μανέθων 4. 419.

Greek Monolingual

(AM διαποιμαίνω) ποιμαίνω
(για ιεράρχη) ποιμαίνω το ποίμνιο και ασκώ τη διοίκηση της επισκοπής κατά το διάστημα της αρχιερατείας μου
αρχ.
διοικώ.