borracho
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Spanish > Greek
ἀκρατοκώθων, ἀμπέλινος, βεβρεγμένος, διάχριστος, ἔξοινος, ἐξῳνωμένος, κάτοινος, μέθῃ βρεχθείς, μεθυπλήξ, μεθυσθείς, μέθυσος, μεθυστάς, μεθυστής, μεθύων, οἰνοβρεχής, οἰνόληπτος, οἰνοπλήξ, οἰνόφλυξ, οἰνῳθείς, παροινικός, πάροινος, πεπωκώς, ποτός, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, ᾠνωμένος