capricious
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἔμπληκτος, Ar. and P. ἀστάθμητος, P. εὐμετάβολος.
hard to please: P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος.
inconstant: P. and V. ἄπιστος.