ceramista
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Spanish > Greek
ἀγγειουργός, καμινεύς, καμινευτήρ, καμινεύτρια, κεραμεύς, κεραμοπλάστης, κεραμοποιός, κεραμοτήξ, λεπτοκεραμεύς, ὀστρακᾶς, ὀστρακεύς, ὀστρακοποιός, πηλοπλάθος, πλαστικάριος, φουρνοπλάστης, χυτρεύς