clotted
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
of blood: V. ἀμφίθρεπτος, θρομβώδης.
clotted with: P. and V. πεφυρμένος (dat.) (Xen.), συμπεφυρμένος (dat.) (Plato), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).
of blood: V. ἀμφίθρεπτος, θρομβώδης.
clotted with: P. and V. πεφυρμένος (dat.) (Xen.), συμπεφυρμένος (dat.) (Plato), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).