ἀμφίθρεπτος
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
ἀμφίθρεπτον, clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.
Spanish (DGE)
-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίθρεπτος: запекшийся вокруг (αἷμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.
Greek Monolingual
ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].
Greek Monotonic
ἀμφίθρεπτος: -ον (τρέφω), πηγμένος γύρω από τραύμα, σε Σοφ.