comedian
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. κωμῳδός, ὁ, Ar. τρυγωδός, ὁ.
comic actor: P. κωμικὸς ὑποκριτής, ὁ.
low comedian: P. μῖμος γελοίων, ὁ (Dem. 23).