ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
P. συναγωγή, ή.
collection: P. and V. συλλογή, ἡ, ἄθροισις, ἡ.
attention: P. and V. ἐπιστροφή, ή.