constrain
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξανάγκαζειν, V. διαβιάζεσθαι; see compel.
P. and V. ἀναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, Ar. and V. ἐξανάγκαζειν, V. διαβιάζεσθαι; see compel.