de difícil acceso
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Spanish > Greek
δυσβήρης, δυσπρόσβατος, δυσπρόσιτος, δυσείσβολος, δυσπροσπέλαστος, δυσπροσόρμιστος, δυσπρόσορμος, δυσέμβατος, δυσπρόσοδος, δύσπορος, δύσμικτος, δυσέμβολος, δυσπρόσμικτος, ἀπειθής, δυσείσοδος