διακοπτικός
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 destructor, destructivo ἡ δ. μάχαιρα Eust.836.55, cf. EM 263.34G., Sch.E.Andr.826, πόλεμος Sch.Gen.Il.21.422
•capaz de romper διακοπτικὴ εἱρμοῦ δύναμις la fuerza capaz de romper la cadena (de la existencia), Eus.PE 6.7.32, (θάνατος) τῶν πρὸς ἄλληλα σχέσεών ἐστι δ. Dam.in Phd.110.
2 capaz de cortar o rebajar c. gen. τοῦ φλέγματος Clem.Al.Paed.1.11.