λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
κομμωτής, κορσᾶς, κορσωτήρ, κορσωτεύς, κουρεύς, κουρευτής, ξυρητής