hushed
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
noiseless: V. ἄψοφος, ἀψόφητος.
dumb: P. and V. ἄφωνος, V. ἄφθεγκτος, ἄφθογγος, ἄναυδος, ἀφώνητος, ἀπόφθεγκτος.
be hushed, v.; P. and V. σιγᾶν, V. σιγὴν ἔχειν.