Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. σχετλίως; see inexorably.
obstinately: Ar. and P. αὐθάδως.
fast, firmly: V. ἐμπέδως, ἀραρότως (also Plato but rare P.).