loftily
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English > Greek (Woodhouse)
adverb
in a stately way: P. and V. σεμνῶς.
proudly: P. ὑπερηφάνως, μεγαλοφρόνως. V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.
in a stately way: P. and V. σεμνῶς.
proudly: P. ὑπερηφάνως, μεγαλοφρόνως. V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.