loftily
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English > Greek (Woodhouse)
adverb
in a stately way: P. and V. σεμνῶς.
proudly: P. ὑπερηφάνως, μεγαλοφρόνως. V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.