pillage
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, φέρω, φέρειν, λῄζεσθαι, P. ἄγω καὶ φέρω, ἄγειν καὶ φέρειν, λῃστεύειν, διαφορεῖν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plato but rare P.); see plunder, ravage.
help to pillage: V. συμπορθεῖν (τινί τινα).
strip (the dead of arms): P. and V. σκυλεύειν.
substantive
act of: P. and V. ἁρπαγή, ἡ (or pl. in V.), P. πόρθησις, ἡ, λῃστεία, ἡ, σύλησις, ἡ.