polea
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Latin > English (Lewis & Short)
pōlĕa: ae, f., = πωλίον,
I the dung of an ass's foal, Plin. 28, 13, 57, § 200.
Latin > French (Gaffiot 2016)
pōlēa, æ, f. (πώλειος),, fumier d’ânon : Plin. 28, 200.
Latin > German (Georges)
pōlea, ae, f., bei den Syrern = der erste Kot des jungen Esels, Plin. 28, 200.
Spanish > Greek
ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα