prostitué
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Dutch > Greek
ἄλοχος, γεφυρίς, γυνὴ ἔνδοξος, δρομάς, ἐνδιαλλαγμένη, ἐνδιηλλαγμένη, ἐπιμισθίς, ἑταίρα, ἑταίρη, ἑτάρη, ἱππόπορνος, κασαλβάς, κασάλβη, κασαύρα, κάσσα, κασσαβάς, κασωρίς, κατακᾶσα, κατάκασσα, κλύσμα, κοινή, κοινόλεκτρος, λαικάς, λαικάστρια, λυπτά, λωγάς, μαχλίς, μισήτη, μυλλάς, παλλακή, πασιπόρνη, πορνεύτρια, πόρνη, πόρνος, πτωχελένη, σαλμακίς, σποδησιλαύρα, στεγῖτις, φορβάς, χαλιμάς, χαλκιδῖτις, χαμαιτύπη, χαμαιτυπίς, χαμεταιρίς, χαμευνάς