retributive
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
P. and V. τιμωρός, V. τιμάορος.
retributive vengeance for the slaying of a father: V. ἀντικτόνοι ποιναὶ… πατρός (Aesch., Eumenides 464).