Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἀπορροή, ἀπόρροια, εἰσροή, εἴσροος, εἴσρους, ἐνέργεια, ἐνέργημα, ἐπάρδευσις, ἐπεισροή, ἐπιρροή, ἐπίρροος, ἐπίρρυσις, ἐπιφορά, ἐπίχυσις, ἐσροή, παρέμπτωσις, σύνδοσις, συγκομιδή