toevloed
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ἀπορροή, ἀπόρροια, εἰσροή, εἴσροος, εἴσρους, ἐνέργεια, ἐνέργημα, ἐπάρδευσις, ἐπεισροή, ἐπιρροή, ἐπίρροος, ἐπίρρυσις, ἐπιφορά, ἐπίχυσις, ἐσροή, παρέμπτωσις, σύνδοσις, συγκομιδή