ἐπίρρυσις
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A = ἐπιρροή, Hp.Loc.Hom.21; αἵματος Arist.PA 653a13.
II. perhaps ἐπίρρῡσις (ῥύομαι) means of saving, Id.GA 745a28.
German (Pape)
ἡ, = ἐπιρροή, Hippocr.; Arist. Meteor. 2.2; Pol. 4.39.10 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρῠσις: εως ἡ Arst., Polyb. = ἐπιρροή.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρῠσις: -εως, ἡ, = ἐπιρροή, Ἱππ. 416. 54, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 14, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 51.
Greek Monolingual
(I)
ἐπίρρυσις, ἡ (Α) επιρρέω
ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.).
(II)
ἐπίρρυσις, ἡ (Α) επιρρύομαι
διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.).
Translations
influx
Bulgarian: вливане, наплив; Czech: příval, příliv; Danish: tilstrømning; Dutch: toevloed; French: influx; Galician: influxo; German: Zufluss, Einfluss; Greek: εισροή; Ancient Greek: εἰσροή, εἴσροος, εἴσρους, ἐπάρδευσις, ἐπεισροή, ἐπιρροή, ἐπίρροος, ἐπίρρυσις, ἐπιφορά, ἐπίχυσις, ἐσροή, παρέμπτωσις, σύνδοσις; Maori: urutomo; Norwegian Bokmål: tilstrømning, tilstrømming; Polish: wpływ; Romanian: afluență, aflux; Russian: приток, наплыв; Serbo-Croatian Cyrillic: уплив, улив, уток, увор, прилив; Roman: upliv, uliv, utok, uvor, priliv; Spanish: entrada, influjo; Swedish: tillströmning c