ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
διάπλοκος, ἑλικώδης, ἑλικτός, ἔμπλεγμα, ἐμπλοκή, διαπλόκινος