ἔμπλεγμα
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
-ατος, τό, plait: ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trenzado del cabello ἐμπλέγματα γυναικεῖα Artem.4.83, τὰ τῆς ἑταιριζομένης ἐμπλέγματα ἢ ἐνδύματα Const.App.1.8.17, cf. Chrys.Catech.Illum.1.34, de crines de caballos, Phot.α 3179.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Verflechtung, Artem. 4, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεγμα: τό, πᾶν πλεκτὸν ἢ ἐντὸς ἐνυφασμένον κόσμημα, Ἀρτεμίδ. 4. 83.
Greek Monolingual
ἔμπλεγμα, το (AM)
κόσμημα που έχει τοποθετηθεί μέσα σε ύφασμα κατά την ύφανση ή το πλέξιμο.