πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
political unrest: P. κίνησις, ἡ, P. and V. στάσις, ἡ.