Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
charming: Ar. and P. χαρίεις, P. εὔχαρις, ἐπίχαρις.