Αιγύπτιος
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
Greek Monolingual
-ια και -ία (Α Αἰγύπτιος, -ιον)
ως ουσ. κάτοικος της Αιγύπτου ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
νεοελλ.
προσωνυμία τών Κοπτών
αρχ.
1. ως επίθ. αιγυπτιακός
2. ως κύριο ανδρικό όνομα, η λ. Αιγύπτιος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τύπο ai-ku-pi-ti-jo.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Αίγυπτος.
ΠΑΡ. αρχ. αἰγυπτιάζω, αἰγυπτιστί, αἰγυπτιῶ, αἰγυπτιώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιγυπτιοδίφης, αιγυπτιολόγος].