Διοσκόρειον
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό,
A temple of the Dioscuri, Th.4.110 (-κουρ- codd.), D.19.158, etc.:—also Διοσκούριον, PPetr.3p.295 (iii B. C.), IG11(2).154A37 (Delos, iii B. C.): Διοσκούρειον, Plu.Sull.33, etc.
II Διοσκούρεια, τά, festival of the Dioscuri, IG5(1).559 (Sparta): -κορήϊα SIG2438.175 (Delph.): -κούρια SIG1067.15 (Rhodes).
Spanish (DGE)
v. Διοσκόριος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
le sanctuaire des Dioscures.
Étymologie: Διόσκοροι.
Russian (Dvoretsky)
Διοσκόρειον: ион. и позднеатт. Διοσκούρειον τό Диоскурий, храм Диоскуров Thuc., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Διοσκόρειον: τό, ὁ ναὸς τῶν Διοσκόρων, Θουκ. 4. 110, Δημ. 390. 27, κτλ.· μεταγεν. Διοσκούρειον (πρβλ. Διόσκοροι), Πλούτ. Σύλλ. 33, κτλ. ΙΙ. Διοσκούρεια, τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Διοσκόρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.
Greek Monotonic
Διοσκόρειον: τό, ναός των Διόσκουρων, σε Θουκ.
Middle Liddell
Διοσκόρειον, ου, τό, n
the temple of the Dioscuri, Thuc. [from Διόσκοροι