Ισπανός

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, -ή, -όν)
ο κάτοικος της Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία
αρχ.
1. ο ισπανικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν
είδος λαδιού.