χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Κέρδων: -ωνος, ὁ, ὄνομα δούλου τινὸς παρὰ Δημ.· πρβλ. Λατ. cerdo. 2) ὄνομα αἱρεσιάρχου, Ἱππόλ. Αἱρ. 408, 93, Τερτουλλ. ΙΙ. 70Β, 249Α, κλ.