Κελτίς

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

Κελτίς, ἡ (Α)
βλ. Κελτός.

Russian (Dvoretsky)

Κελτίς: ίδος adj. f кельтская: χιόσι Κελτίσι νιφόμενος Anth. занесенный кельтскими снегами.