Κολωνίται

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

Κολωνῖται και Κολωνέται, οἱ (Α) Κολωνός
οι εργάτες που συγκεντρώνονταν στον Κολωνό αγοραίο, λόφο της αθηναϊκής αγοράς.