Νείλεως

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
du Nil, p. ext. d'Égypte.
Étymologie: Νεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

Νείλεως: ω adj. m Her., Plut. = Νειλαῖος.