Ολυμπιάς

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

Ὀλυμπιάς, -άδος, ἡ (Α) Όλυμπος
1. προσωνυμία τών Μουσών, τών Χαρίτων και τών Νυμφών του Ολύμπου
2. προσωνυμία θεάς που κατοικεί στον Όλυμπο.