Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
Ὀπούντιοι και Ὀπόντιοι και ασυναίρ. τ. Ὀποέντιοι, οἱ (Α) Οπούςονομασία της ανατολικής μερίδας τών Λοκρών.