Οπούντιοι

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

Ὀπούντιοι και Ὀπόντιοι και ασυναίρ. τ. Ὀποέντιοι, οἱ (Α) Οπούς
ονομασία της ανατολικής μερίδας τών Λοκρών.