Πυληγενής
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
= Πυλοιγενής, h.Ap.398,424 codd., Euph.63.
Russian (Dvoretsky)
Πῠληγενής: HH = Πυλοιγενής.
Greek (Liddell-Scott)
Πῠληγενής: ἴδε Πυλοιγενής.
English (Autenrieth)
see Πυλοιγενής.
Greek Monotonic
Πῠληγενής: = Πυλοιγενής.
Middle Liddell
= Πυλοιγενής.]