Πυλοιγενής
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
Πυλοιγενές, (Πύλος) born in Pylos, Il.2.54, 23.303; cf. Πυληγενής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né à Pylos.
Étymologie: Πύλος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
Πῠλοιγενής: родом из Пилоса Hom., HH.
Greek (Liddell-Scott)
Πῠλοιγενής: -ές, (Πύλος) ὁ ἐν Πύλῳ γεννηθεὶς ἢ προελθὼν ἐκ Πύλου, Ἰλ. Β. 54, Ψ. 303, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 424· ἀλλὰ τὸν συνήθη τύπον Πυληγενὴς ἐτήρησεν ὁ Wolf. ἐν τῷ Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 398, ὡς παρ’ Εὐφορίωνι 59· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 647.
English (Autenrieth)
ές: born in Pylos, bred in Pylus, Nestor, ἵπποι, Β, Il. 23.303.
Greek Monotonic
Πῠλοιγενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο, αυτός που προέρχεται από την Πύλο, σε Ομήρ. Ιλ.