Σελευκεύς
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant de Séleucie, en Mésopotamie.
Étymologie: Σελεύκεια.
Russian (Dvoretsky)
Σελευκεύς: έως ὁ уроженец или житель Селевкии Luc.